Κυριακή, Ιουλίου 23, 2017

Ποιοι και πώς στήνουν μηχανισμό αποβολής ανθρώπων στα σύνορα της Ε.Ε.

«Πώς οι φορείς εκτελεστικής εξουσίας της Ε.Ε. καταφέρνουν να μη λογοδοτούν, ακόμα και σε περιπτώσεις εξόφθαλμων παρατυπιών; Η συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας ήταν πράγματι μια συμφωνία των ευρωπαϊκών κρατών; Κινδύνεψε στ’ αλήθεια η Ελλάδα με έξοδο από τη Σένγκεν στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης; Πώς αλήθεια σφραγίστηκε ο προσφυγικός δρόμος των Δυτικών Βαλκανίων από το καλοκαίρι του 2015 έως και τον Μάρτιο του 2016;».


Αυτά και πολλά άλλα καίρια ερωτήματα θέτει στο νέο βιβλίο του «Εξουσίες εκτός ελέγχου - Η μεταδημοκρατική παραμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης» (εκδόσεις Καστανιώτη) ο ανεξάρτητος δημοσιογράφος Αποστόλης Φωτιάδης.

Τα τελευταία δέκα χρόνια έχει συνεργαστεί με πολλά ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ, ερευνώντας μεταξύ άλλων τις εθνοτικές διενέξεις στα Βαλκάνια, τις πληθυσμιακές μετακινήσεις προς την Ε.Ε. και τη στρατιωτικοποίηση των πολιτικών ελέγχου της.

Το δόγμα της στρατιωτικοποίησης των εξωτερικών συνόρων της Ε.Ε., άμεσα συνδεδεμένο με οργανωμένα συμφέροντα του βιομηχανικού συμπλέγματος που παράγει προϊόντα και υπηρεσίες ασφαλείας στην Ευρώπη, ήταν το βασικό θέμα του πρώτου βιβλίου του «Εμποροι των συνόρων - Η νέα ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική επιτήρησης» (εκδόσεις Ποταμός, 2015).

Η προσφυγική κρίση του 2015-2016 και ο κοινός στόχος της «καλής» Μέρκελ και της «κακής» Αυστρίας

• Παρότι το νέο σου βιβλίο δεν αναφέρεται αποκλειστικά στην προσφυγική κρίση, φωτίζει ορισμένες κρίσιμες πτυχές για το άνοιγμα των γερμανικών συνόρων από την «καλή» Μέρκελ, το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου από την «κακή» Αυστρία, τις ξενόφοβες χώρες της Ομάδας Βίζεγκραντ και τα πρόθυμα κράτη των Δυτικών Βαλκανίων. Τι συνέβη τελικά τότε;

Στην πραγματικότητα αυτό που εξελίχθηκε ήταν δύο πολιτικές πρωτοβουλίες, οι οποίες παρουσιάστηκαν ως αντιπαρατιθέμενες.

Από τη μια δηλαδή η δημιουργία όλης της δυναμικής που κατέληξε στη συμφωνία Ε.Ε. - Τουρκίας κι από την άλλη η εθνικολαϊκιστική, όπως χαρακτηρίστηκε, αντίδραση των ξενόφοβων χωρών του Βίζεγκραντ και αυτών που τις πλαισίωσαν, της Αυστρίας και των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων.

Η αληθινή ιστορία είναι ότι αυτά τα δύο παράλληλα αφηγήματα -αν κάποιος τα εξετάσει στην εξέλιξή τους- βρίσκονται να διαβιούν σε απόλυτο αλληλοσυντονισμό και ουσιαστικά να επιδιώκουν το ίδιο πράγμα: την ανακοπή και επαναφορά του ελέγχου και στη ζώνη Σένγκεν και στις πληθυσμιακές μετακινήσεις σε αυτό το κομμάτι της Ευρώπης.

Νομίζω πως παρουσιάστηκαν διαφορετικά γιατί απλούστατα έπρεπε να υπάρχει ένας κακός δράκος στο παραμύθι και μια καλή εκδοχή της ιστορίας, που ήταν η γερμανική πολιτική η οποία λαμβάνει υπόψη της συνολικά το ευρωπαϊκό καλό και τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.

Στην πραγματικότητα νομίζω πως ήταν πολύ πιο εθνοκεντρικές και στις δύο περιπτώσεις και εξυπηρετούσαν πολιτικές ατζέντες αυστηρά προσωπικές ή εθνικές.

• Πώς κατέληξαν λοιπόν να «κουμπώσουν» το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου και η ευρωτουρκική συμφωνία;

Στην πράξη, από τη μια έχεις τη μόχλευση μιας πολιτικής διαδικασίας μέσω εντατικών διπλωματικών επαφών και παρασκηνιακών ζυμώσεων μεταξύ αρκετών κρατών-μελών, της Τουρκίας ως βασικού συνομιλητή και άλλων δορυφόρων γύρω από τη διαδικασία, η οποία ουσιαστικά προσπαθεί να δημιουργήσει ένα σύστημα αποτροπής που θα εγκατασταθεί στα ελληνικά νησιά.

Κι από την άλλη έχεις μια εντατικοποίηση της αδιαφάνειας και της κατάχρησης εξουσίας στο πέρασμα των Δυτικών Βαλκανίων, που αποτυπώνεται στην ένταση με την οποία απωθείται ή ανακόπτεται βίαια η πληθυσμιακή ροή εντός του διαδρόμου.

Με βάση στοιχεία τα οποία υπάρχουν στο βιβλίο και είναι πάρα πολύ καλά τεκμηριωμένα από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα, οι χρονικές στιγμές που αφορούν τις βασικές εξελίξεις στις δύο αυτές διαδικασίες συμπίπτουν.

Δηλαδή, υπάρχει μια ύφεση στην κατάχρηση εξουσίας και στην κακομεταχείριση όσο δεν εξελίσσεται η διαδικασία δημιουργίας της συμφωνίας -η διαπραγμάτευσή της ουσιαστικά- και υπάρχει μια αύξηση με γεωμετρική πρόοδο της κακομεταχείρισης και της κατάχρησης εξουσίας από εκπροσώπους του security apparatus, από τις αστυνομικές αρχές και τις δυνάμεις της συνοροφυλακής, τους μήνες που οξύνεται η διπλωματική διαδικασία και μέχρι την κατάληξή της.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κλείσιμο ανακοινώνεται λίγο πριν φτάσουμε στη γέννηση της συμφωνίας και με έναν τρόπο που αργότερα -και από τις δηλώσεις των πρωταγωνιστών- ουσιαστικά έδειξε ότι οι δύο διαδικασίες είναι σε συντονισμό.

• Πρόσφατη έρευνά σου μαζί με τον Daniel Howden, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Refugees Deeply και μεγάλο μέρος της αναδημοσιεύτηκε στην Guardian, έχει τίτλο «Το αρχιπέλαγος των προσφύγων: η εκ των έσω ιστορία για το τι πήγε στραβά στην Ελλάδα». Κάνει λόγο για την ακριβότερη ανθρωπιστική ανταπόκριση στα χρονικά. Πού και πώς στράβωσε το θέμα με τα κονδύλια για τους πρόσφυγες;

Επειδή αυτό στην Ελλάδα παρερμηνεύτηκε και παίχτηκε και λίγο αντιπολιτευτικά, θα πρέπει να διευκρινίσω πως το «ακριβότερη» αντιστοιχεί στον όγκο χρήματος σε σχέση με τη χρονική διάρκεια.

Υπάρχουν πολύ πιο ακριβές, σε πολύ μεγαλύτερο βάθος χρόνου, ανθρωπιστικές παρεμβάσεις.

Νομίζω πως το Κόσοβο δεν πρέπει να συγκρίνεται με καμία άλλη όσον αφορά τον όγκο χρήματος που επενδύθηκε από τη διεθνή κοινότητα για τη σταθεροποίηση της περιοχής. Και το Γιουγκοσλαβικό δεν μπορεί να συγκριθεί επίσης.

Αλλά από άποψη χρονικής διάρκειας συγκριτικά με τον όγκο, μιλάμε όντως για μια από τις πιο εντυπωσιακές ανθρωπιστικές παρεμβάσεις.

• Πού στράβωσε λοιπόν το ζήτημα;

Νομίζω σε μια πολλαπλότητα λόγων. Πρώτον, στράβωσε σε κάτι το οποίο είναι πασιφανές κι έχει να κάνει με την αδυναμία οργάνωσης μιας πολιτικής που θα αξιοποιούσε τις δυνατότητες.

Δεύτερον, με την απότομη άφιξη ανθρωπιστικών οργανώσεων και διεθνών οργανισμών που λειτουργούν με μια φιλοσοφία και με μια ενίοτε οικονομίστικη λογική, η οποία μέσα σε ένα τελείως χαοτικό πλαίσιο δεν διευκόλυνε γενικώς ούτε τον έλεγχό τους, ούτε τη δυνατότητα να προσφέρουν αυτά που μπορούν, τα οποία όμως από τη φύση τους είναι πολύ ακριβά.

Εχουν βαριές γραφειοκρατικές διαδικασίες, πολύ ακριβό ανθρώπινο δυναμικό που έχει τεράστια εμπειρία και αμείβεται με ανταγωνιστικούς όρους, δηλαδή με όρους αγοράς.

Αυτό λειτούργησε χωρίς η αποτελεσματικότητα να είναι ανάλογη και να δικαιολογεί όλη αυτή την επένδυση.

Τρίτον, ολοφάνερα υπήρξαν κάποιες δυναμικές ομαδοποιήσεις συμφερόντων, που εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία για τελείως ιδιοτελείς λόγους.

Είναι δύσκολο να τεκμηριώσει κανείς πολύ συγκεκριμένες υποθέσεις αλλά, ερευνώντας όλη αυτή την ιστορία, η αίσθηση παραμένει.

Τέταρτον, ήταν σαφής η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που είναι ο βασικός χρηματοδότης, να ρίξει το χρήμα εντός αυτής της διαδικασίας χωρίς η ίδια να απαιτεί εκτεταμένη διαφάνεια, αυτοέλεγχο και λογοδοσία σε σχέση με το τι συμβαίνει, γιατί οι πολιτικές προτεραιότητες δεν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση σε εκείνη τη φάση.

Επρεπε πάση θυσία να αλλάξει το σκηνικό και να ανακοπεί αυτή η ανεξέλεγκτη ροή, γιατί είναι μια από τις ελάχιστες ιστορικές συγκυρίες όπου η κυριαρχία -είτε στις Βρυξέλλες είτε σε άλλα κέντρα εξουσίας- για ένα μικρό χρονικό διάστημα σχεδόν άγγιξε την ολοκληρωτική απώλεια ελέγχου.

Οταν υπήρξε προσπάθεια ανάκτησης του ελέγχου, αυτή έγινε φοβερά κυνικά και με απόλυτη αποφασιστικότητα.

Στην έρευνά μας άλλωστε υπάρχει η μαρτυρία ενός ανθρώπου, που ήταν παρών σε πάρα πολλές από τις διεργασίες, ότι το πράγμα πήγε, πήγε, πήγε -μπορεί να μην ήταν κανείς απόλυτα έτοιμος και η ελληνική κυβέρνηση να μην είχε καταλάβει την αποφασιστικότητα με την οποία θα συμβεί- και κάποια στιγμή ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα, σε μια κλειστή συνάντηση, τους είπε «παιδιά, συγγνώμη, αλλά ο δρόμος κλείνει σε μερικές μέρες.

Ο,τι κάνατε κάνατε, από εδώ και πέρα σκεφτείτε τι θα κάνετε με τα νέα δεδομένα».

• Πώς σχολιάζεις την επίσημη πια πολιτική της Ε.Ε. για πάση θυσία κλείσιμο και του διαδρόμου της κεντρικής Μεσογείου, τον περιορισμό των επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης ανοιχτά της Λιβύης και τη στοχοποίηση ανθρωπιστικών ΜΚΟ που -ενώ σώζουν ζωές- κατηγορούνται ότι συνεργάζονται με τις μαφίες των διακινητών;

Ολα αυτά είναι επιχειρήματα τα οποία, μέσα στην ανάλυση του λόγου αυτών που παράγουν πολιτική σε σχέση με τα σύνορα, την ασφάλεια και τον έλεγχο των πληθυσμιακών ροών, δεν είναι καινοφανή.

Μπορεί η ένταση και η προβολή τους παλιότερα να ήταν υποδεέστερη, αλλά στην πραγματικότητα, αν παρακολουθεί κανείς σε βάθος χρόνου την εξέλιξη της φιλοσοφίας και της λογικής αυτών των μηχανισμών, αυτά είναι γνωστά ως θέσεις και ως μέθοδοι απονομιμοποίησης, στοχοποίησης, κ.λπ.

Το ότι προωθούνται αυτές οι θέσεις και τι επιδιώκεται μέσω αυτών πρέπει να οδηγεί τον προβληματισμό στο ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι οι υπηρεσίες της μεταμορφώνουν μια κρίση σε ευκαιρία για να εγκαταστήσουν έναν μηχανισμό αποβολής ανθρώπων στα σύνορα της Ε.Ε., τον οποίο συγκεκριμένα αντιδραστικά κέντρα εξουσίας έχουν μετουσιώσει σε πολιτικό στόχο και τελικά επιδίωξη για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την τωρινή κρίση.

Οπότε μετά οφείλει κανείς να εξετάσει ποιες είναι οι πολιτικές διεργασίες και τι χαρακτηριστικά έχει αυτός ο μηχανισμός και θα έχει από εδώ και πέρα.

Κι εκεί αρχίζει η κουβέντα σε σχέση με την απόλυτη περιστολή της δυνατότητας των ευρωπαϊκών κοινωνιών να ελέγξουν την πολιτική διαδικασία και να αξιώσουν από τους πολιτικούς εκπροσώπους να ζητούν λογοδοσία από τους υπεύθυνους για πάρα πολύ σοβαρά ζητήματα.

Αυτό είναι κάτι γενικότερα πολύ επικίνδυνο και το βιβλίο προσπαθεί να ανοίξει και σε αυτή την κατεύθυνση τον προβληματισμό για μια διαδικασία εν μέρει ιδιωτικοποίησης ουσιαστικά όλου αυτού του πλαισίου διαχείρισης πληθυσμών, αναγκαστικής διάβρωσης του πλαισίου που αναγνωρίζουμε ως διεθνές δίκαιο -μέσα από το οποίο η Δύση κυρίως, αλλά και γενικότερα ο κόσμος, διαχειρίστηκε τις ανθρωπιστικές κρίσεις μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- και κατάχρησής του για να προωθηθούν ακόμα πιο αντιδραστικές θέσεις.

Αυτό θα έρθει να αφήσει ένα κενό αυτοελέγχου και αυτορύθμισης της ίδιας της εξουσίας, εθνικής και υπερεθνικής.

Με τι θα αντικατασταθεί είναι κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον και μπορεί να γίνει και πάρα πολύ επικίνδυνο, επειδή οι ενδείξεις για το τι θα ακολουθήσει είναι πολύ νοσηρές.

Εχει μεγάλη σημασία να καταλάβει κανείς πώς ο χαρακτήρας των ευρωπαϊκών κοινωνιών διαμορφώθηκε και θα εξαρτηθεί για ένα χρονικό διάστημα από εδώ και πέρα από το πώς έγιναν αντιληπτές και αφομοιώθηκαν οι πολιτικές για την ασφάλεια και τη διαχείριση των «ξένων» πληθυσμών που κατευθύνθηκαν στην ευρωπαϊκή επικράτεια.

Νομίζω ότι αυτά είναι ουσιαστικά τα κέντρα πάνω στα οποία φτιάχτηκε ένα αφήγημα που είναι πάρα πολύ συντηρητικό και συντηρητικοποιεί ραγδαία και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Αφήνει ουσιαστικά ανεξέλεγκτο τον χώρο για άσκηση εξουσίας σε μια ώσμωση συμφερόντων, που έχουν καταφέρει να ενεργοποιούν ένα αντανακλαστικό πανικού μέσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Πολλά από τα ζητήματα αυτά, αν είχαν αναλυθεί και συζητηθεί πολύ πιο ανοιχτά εντός της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, δεν πιστεύω πως θα είχαν αυτή τη δύναμη πειθούς που έχουν σήμερα.

Γι’ αυτό έκατσα κι έγραψα τα δύο βιβλία, γιατί θεωρούσα πως υπάρχει ένας τεράστιος όγκος πληροφορίας που δεν φτάνει στον Ευρωπαίο πολίτη και με κάποιον τρόπο πρέπει να είναι διαθέσιμη. 


Βίκυ Καπετανοπούλου 
http://www.efsyn.gr/ 
ΠΡΕΖΑ TV
23-7-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: